Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

«Η κανείς… ή και οι δύο μαζί… »

Σταμάτησα ένα ταξί για να με πάει στο Σιντριβάνι. Οι πιθανές μετενδύνσεις που με περίμεναν έκαναν να νιώθω σαν να γιόρταζα μέσα σου μιαν Αποκριά..Δεν είχα και τις πιο αθώες προθέσεις, βλέπεις…
-Καλησπέρα, στο ΑΒC παρακαλώ.
Στο τιμόνι, ένας άντρας εικοσιπέντε με τριάντα, καλοντυμένος, με κασκέτο κι ένα λαμπερό σκουλαρίκι στο αυτί. Όχι δεν ήταν αυτό που περίμενα και φανταζόμουν… Ξεκινήσαμε , σκεφτόμουν να αναβάλω την Αποκριά μου για μια άλλη διαδρομή, αλλά είχε κίνηση πολλή, καθυστερούσαμε, και, λίγο για να διασκεδάσω την πλήξη μου, λίγο για να δοκιμάσω την τύχη μου, είπα:
-Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι?
-Ναι, ελεύθερα, μη διστάζετε.
-Έχω να γράψω μια εργασία, μια ιστορία με έναν ταξιτζή, και με ζορίζει, μήπως έχετε καμιά καλή ιδέα?
Χωρίς καν να με κοιτάξει, με μια έξαψη στο πρόσωπο, απάντησε:
-Ένας ταξιτζής κοπέλα μου, τα έχει δει όλα. Αν καταλάβαινε το βόδι τη δύναμη του, αλίμονο στον άνθρωπο. Με πιάνετε, φαντάζομαι. Το βόδι είναι ο ταξιτζής. Ιστορίες? Τα πάντα. Αλλά και να σας τα πω, δεν θα τα πιστέψετε..Πάντως εύκολη εργασία σας έτυχε…
-Επειδή χτύπησες φλέβα, θα σου πω κάτι. Εμένα το ταξί είναι του πατέρα μου. Τίποτα άλλο δεν κάθεται και, όπως την βλέπω εδώ θα μείνω. Και το χω σκεφτεί. Θα βγάλω ένα βιβλίο με τις ιστορίες του ταξιτζή. Θα τρίβει ο κόσμος τα μάτια του. Θα λεν, από πού βγήκε τέτοιος συγγραφέας? Από το ταξί, ρε φίλε…. Τότε με κοίταξε πρώτη φορά μέσα από τον καθρέφτη. Μου χαμογέλασε, μου έκλεισε το μάτι και συνέχισε:
-Ήμουν βάρδια βραδινή. Περασμένες τέσσερις. Ωραία να δουλεύεις νύχτα, ήσυχοι δρόμοι, διπλή ταρίφα. Έξω από τα πεθαμενατζίδικα του πρώτου μού απλώνει το χέρι και σταματάω.
Καθίζει πίσω δεξιά, κολλάει το κούτελο στο τζάμι, δε λέει τίποτα. Όπα, τα πιάσαμε , λέω. Μακρύ πρόσωπο, μαλλιά κοντά αχτένιστα, κόκκινα μάτια βαθιά, βαρύ βλέμμα. Μπορεί το ποτό, μπορεί το χόρτο, μπορεί το κλάμα. Ποιος ξέρει.
Βιάστηκα να φύγω, να βγω στα φώτα. Στα φανάρια πια, μπρος από το κολυμβητήριο ρωτάω που πάμε. «Αριστερά», λέει, και βυθίζεται στον κόσμο του. Βλέπω τα χείλι του, κινούνται. Τρέμουν? Παραμιλούν? Μουρμουρίζει? Προσεύχεται? Μπορεί και να έχει  πυρετό, λέω. Ρίχνω κλεφτές ματιές στον καθρέφτη. Δεν μου λέει που πάει. Όλο: «Εδώ αριστερά, εδώ δεξιά, όλο ευθεία».
Αμάν λέω, θα με γυρίζει έτσι μέχρι το πρωί. Μου πέρασε  και το άλλο από το νου: Θα είναι από αυτούς που χάνονται και δεν θυμούνται και τους ψάχνουν στην τηλεόραση.
Σκάλιζε τα ρούχα του, τράβαγε τις τσέπες του, κάτι έβγαζε και ξαναέβαζε μέσα. Μονολογούσε. Να έχει κανένα σιδερικό, κάνα μαχαίρι, σκέφτηκα, αλλά πάλι δε φαινόταν επικίνδυνος. Μόνο για τον εαυτό του ίσως…
Θα είχε περάσει κάνα εικοσάλεπτο και κατεβαίνουμε την Αγία Σοφίας-κάπου εκεί στη Νέα Σμύρνη-κατασκότεινος, έρημος δρόμος. Το πήρα απόφαση, μόλις βγαίναμε στο φως, θα τράβαγα στο πρώτο τμήμα να τον αδειάσω, να τελειώνουμε, μα ξαφνικά μου λέει:
-Εδώ!
Μπροστά στο νεκροταφείο. Δεν πρόλαβα να σταματήσω και πετιέται έξω.
-Εεεε! τα λεφτά του φωνάζω, μα σκαρφάλωνε κιόλας την μάντρα προς τα μνήματα. Προτού χαθεί, γυρίζει προς το μέρος μου…
-Έχουν λεφτά, ρε, οι πεθαμένοι? μου φώναξε.
Γάμησέ τα, λέω, δε λες που ξέμπλεξες! Έτσι και αλλιώς το σπίτι μου ήταν κοντά, κλείδωσα και πήγα να ησυχάσω.
Ξύπνησα μεσημέρι, καφές, τσιγάρο άφιλτρο, ανοίγω τηλεόραση. Ισα-ίσα στις μεσημεριανές. Ξινό μου βγήκε. Χάλασα τη μέρα μου.
«Άντρας αγνώστων στοιχείων-Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης-νεκρός». Τον βρήκαν μπρούμυτα πεσμένο σε ένα τάφο με φλέβες κομμένες. Οι αρχές εξετάζουνε όλα τα ενδεχόμενα. Σατανιστές, αυτοκτονία, φόνος. Γυναικείος ο τάφος. Συνεντεύξεις από τους συγγενείς της γυναίκας που βεβηλώθηκε το μνήμα της. Δυο μέρες που την είχαν θάψει. Μέσα στον πόνο τους και τώρα να τους τύχει κι αυτό. Ο άντρας της, τα παιδιά της, έξαλλοι, πλάνα από τον τάφο όλο αίματα, αρρώστησα σου λέω.
Οι σκέψεις και οι υποψίες μου πολλές τα ΄παιρνα όλα από την αρχή και τα ΄φέρνα στο νου μου.. Αυτοκτονία, είπα. Μονός του ήταν, ολομόναχος..και αυτά τα μάτια τα κόκκινα..το παραμιλητό..Μα πάλι παντρεμένη η άτυχη κι ο άντρας άγνωστος στην οικογένεια. Ποιος ξέρει? Βαριά η καρδιά μου, φορτωμένος ο νους, μα με τη δύση κατέβηκα στο αμάξι. Να αρχίσω πάλι τη γύρα, κάνω μια έτσι όπως μπαίνω και τα βλέπω στο πίσω κάθισμα, σκορπισμένα..ένα στυλό, δυο καραμέλες, κέρματα κι ένα πορτοφόλι μαύρο. Η ταυτότητα μέσα δική του..μακρύ πρόσωπο..μάτια βαθιά, πιο νέος βέβαια. Μέσα στις θήκες λίγα χαρτονομίσματα, είκοσι κούρσες  σαν την χθεσινή και βάλε, πιο δίπλα δυο εισιτήρια λεωφορείου και μια φωτογραφία γυναικεία
..παλιά φαινόταν ..ωραία κοπέλα..μαύρα μαλλιά..μάτια θλιμμένα ..μεγάλα..από πίσω, με μελάνι μαύρο, ξεθωριασμένο από το τρίψιμο, λίγες λέξεις…
«Η κανείς… ή και οι δύο μαζί… με ακούς?»
Ξαφνικά κρύωσε ο αέρας μέσα στο ταξί απότομα… πάγωσε το αίμα μου..η σιωπή σπάει πάλι από αυτόν…
-Κατάλαβες κοπελιά μου… σε λίγο φτάνουμε…


Δεν υπάρχουν σχόλια: